μεροληπτώ

μεροληπτώ
1. υποστηρίζω ορισμένο πρόσωπο, επειδή τό συμπαθώ, ή ορισμένη άποψη, επειδή μέ συμφέρει, παίρνω το μέρος κάποιου, δεν είμαι αντικειμενικός στην κρίση μου («δεν βγήκε δίκαιη απόφαση, επειδή τα μέλη τής επιτροπής μερολήπτησαν»)
2. (ειδικά για δικαστή ή κριτή) εκδίδω απόφαση, παρά το δίκαιο, η οποία συμφέρει σε κάποιον από τους κρινομένους
3. συνεκδ. έχω από πριν σχηματισμένη αντίληψη που δεν επιδέχεται αντίρρηση, είμαι μονομερής, φανατικός στις αντιλήψεις ή τις κρίσεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεροληπτώ — μερολήπτησα, δεν κρίνω δίκαια και αντικειμενικά, αλλά υποστηρίζω μια ορισμένη άποψη ή ένα άτομο: Ο διαιτητής μεροληπτούσε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα υπέρ της μιας ομάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμερόληπτος — Τίτλος τριών ελληνικών εφημερίδων, που εκδόθηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, μεταξύ 1882 και 1888. * * * η, ο αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μεροληπτώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ …   Dictionary of Greek

  • ετερομερώ — ἑτερομερῶ, έω (Μ) [ετερομερής] μεροληπτώ …   Dictionary of Greek

  • καταχαρίζομαι — (Α καταχαρίζομαι) νεοελλ. χαρίζομαι υπερβολικά σε κάποιον, δείχνω εύνοια, τηρώ μεροληπτική στάση, μεροληπτώ αρχ. 1. δωροδοκώ 2. παραχωρώ κάτι προς χάρη, για ευχαρίστηση κάποιου 3. εκφέρω μεροληπτική κρίση, εκδίδω μεροληπτική απόφαση …   Dictionary of Greek

  • μεροληπτικός — ή, ό 1. αυτός που μεροληπτεί 2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»). επίρρ... μεροληπτικώς και ά με μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • προσωποληπτώ — προσωποληπτῶ, έω, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῑτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • φατριάζω — φατρίασα, αμτβ., εργάζομαι για τα συμφέροντα της φατρίας (βλ. λ.) όπου ανήκω, κομματίζομαι, μεροληπτώ απροκάλυπτα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να φατριάζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”